Εἱμαρμένη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἱμαρμένῃ — Εἱμαρμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειμαρμένη — η η μοίρα, το πεπρωμένο, το γραφτό, η τύχη, το ριζικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἱμαρμένη — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱμαρμένῃ — μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἱμαρμένηι — Εἱμαρμένῃ , Εἱμαρμένη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἱμαρμέναις — Εἱμαρμένη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱμαρμένηι — εἱμαρμένῃ , μείρομαι receive as one s portion perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἱμαρμένην — Εἱμαρμένη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἱμαρμένης — Εἱμαρμένη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)